- διαρμίζω
- μετ. об ι. приводить в порядок, убирать (помещу- ние); подметить (пол);
διαρμίζομαι — приводить себя в порядок
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
διαρμίζομαι — приводить себя в порядок
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
διαρμίζω — 1. τακτοποιώ, ευπρεπίζω 2. σαρώνω 3. ξεκαθαρίζω έναν τόπο … Dictionary of Greek
αδιάρμιστος — η, ο [διαρμίζω] ακατάστατος, ασυμμάζευτος, ασυγύριστος, ατακτοποίητος … Dictionary of Greek
κακοδιαρμίστρα — η κακή νοικοκυρά. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + διαρμίζω «ξεκαθαρίζω»] … Dictionary of Greek